|
|||||
![]()
Η Θεολογική Θέση των Ιδιωτικών Αποκαλύψεων ( (Καρδινάλιος Γιόζεφ Ράτσινγκερ)
Η διδασκαλία της Εκκλησίας κάνει έναν διαχωρισμό ανάμεσα στη «δημόσια Αποκάλυψη» και τις «ιδιωτικές αποκαλύψεις». Οι δύο πραγματικότητες διαφέρουν όχι μόνο σε βαθμό αλλά και ως προς την ουσία. Ο όρος “δημόσια Αποκάλυψη” αναφέρεται στην αποκαλυπτική ενέργεια του Θεού που απευθύνεται στην ανθρωπότητα συνολικά και βρίσκει τη λεκτική έκφρασή της στα δύο μέρη της Βίβλου: την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Ονομάζεται “Αποκάλυψη” επειδή, σε αυτή Ο Θεός σταδιακά φανερώθηκε στους ανθρώπους, μέχρι σημείου να γίνει ο Ίδιος άνθρωπος, για να ελκύσει προς Αυτόν όλο τον κόσμο και να ενωθεί μαζί του μέσω του Ενσαρκωμένου Υιού Του, Ιησού Χριστού. Επομένως δεν είναι θέμα διανοητικής επικοινωνίας, αλλά ζωογόνου διαδικασίας όπου ο Θεός έρχεται να συναντήσει τον άνθρωπο. Ταυτοχρόνως, αυτή η διαδικασία παράγει, όπως είναι φυσικό, πληροφορίες που αφορούν το νου και την κατανόηση του μυστηρίου του Θεού. Πρόκειται για διαδικασία που περιλαμβάνει τον άνθρωπο στο σύνολό του, και επομένως και τη λογική του, αλλά όχι μόνο αυτή. Επειδή ο Θεός είναι ένας, η ιστορία, την οποία μοιράζεται με την ανθρωπότητα, είναι επίσης μία. Ισχύει για κάθε εποχή, και βρήκε την εκπλήρωσή της στη ζωή, τον θάνατο και την ανάσταση του Ιησού Χριστού. Μέσω του Χριστού, ο Θεός έχει πει τα πάντα, δηλαδή, έχει αποκαλυφθεί πλήρως, κι επομένως η Αποκάλυψη ολοκληρώθηκε με την εκπλήρωση του μυστηρίου του Χριστού όπως διατυπώθηκε με σαφήνεια στην Καινή Διαθήκη. Για να εξηγήσει την οριστικότητα και την πληρότητα της Αποκάλυψης, η Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας παραθέτει ένα κείμενο του Αγίου Ιωάννη του Σταυρού: “Δίνοντάς μας τον Υιό Του, τον μόνο Λόγο Του (αφού δεν έχει κανέναν άλλο), είπε τα πάντα σε μας μεμιάς, με Αυτόν τον μόνο Λόγο Του – και δεν έχει τίποτα άλλο να πει … επειδή ότι είχε πει πριν στους προφήτες τμηματικά, τα έχει πλέον πει όλα μαζί δίνοντάς μας τον Υιό Του που είναι το Παν.
Όποιος αμφισβητεί τον Θεό ή επιθυμεί κάποιο όραμα ή αποκάλυψη είναι ένοχος όχι μόνο για ανόητη συμπεριφορά αλλά και επειδή Τον προσβάλει, καθώς δεν επικεντρώνει το βλέμμα του εξ ολοκλήρου στον Χριστό και ζει επιθυμώντας κάτι άλλο καινοφανές ” (Αρ. 65· Άγιος Ιωάννης του Σταυρού, Ανάβαση στο Όρος Καρμέλ, II, 22). Επειδή η μόνη Αποκάλυψη του Θεού που απευθυνόταν σε όλους τους λαούς ολοκληρώνεται με τον Χριστό και τη μαρτυρία που δίνουν για Εκείνον τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, η Εκκλησία είναι συνδεδεμένη με αυτό το μοναδικό γεγονός της ιερής ιστορίας και με τον Λόγο της Βίβλου, ο οποίος το εγγυάται και το ερμηνεύει. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η Εκκλησία μπορεί πλέον να στραφεί μόνο στο παρελθόν, ούτε ότι είναι καταδικασμένη στη στείρα επανάληψη. Η Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας λέει σχετικά: “...ακόμα και αν η Αποκάλυψη έχει ήδη ολοκληρωθεί, δεν έχει κατανοηθεί αναλυτικά· εναπόκειται στη χριστιανική πίστη να κατανοήσει σταδιακά την πλήρη σημασία της στο πέρασμα των αιώνων ” (No 66).
Ο τρόπος με τον οποίο η Εκκλησία συνδέεται τόσο με τη μοναδικότητα του γεγονότος όσο και με την πρόοδο στην κατανόησή του φαίνεται πολύ καλά στον αποχαιρετιστήριο λόγο του Κυρίου, ο οποίος όταν αποχωρίζεται τους μαθητές του, λέει: “Έχω πολλά ακόμα να σας πω αλλά δεν μπορείτε να τα αντέξετε τώρα. Μα σαν έρθει εκείνος, το Πνεύμα της Αληθείας, θα σας καθοδηγήσει σε όλη την αλήθεια, γιατί δεν θα μιλήσει αυθαίρετα, αλλά θα πει όσα θ’ ακούσει. Και θα σας προαναγγείλει εκείνα που πρόκειται να συμβούν. Εμένα θα δοξάσει εκείνος, γιατί από το δικό Μου πλούτο θα πάρει και θα σας αναγγείλει ” (Jn 16:12-14).
Από τη μια πλευρά, το Πνεύμα ενεργεί ως οδηγός που φανερώνει μια γνώση που πριν ήταν απρόσιτη επειδή η έλειπε η βάση – δηλαδή το ατελείωτο εύρος και βάθος της χριστιανικής πίστης. Από την άλλη πλευρά, το να σε καθοδηγεί το Πνεύμα σημαίνει ότι «αντλείς» από τους θησαυρούς του Ίδιου του Ιησού Χριστού, των οποίων τα ανεξάντλητα βάθη φαίνονται στον τρόπο με τον οποίο το Πνεύμα καθοδηγεί. Σχετικά με αυτό, η Κατήχηση παραθέτει τα βαθυστόχαστα λόγια που ανήκουν στον Πάπα Γρηγόριο τον Μέγα: “Ο Λόγος του Θεού αυξάνει με εκείνον που τον μελετά ” (Αρ. 94· Γρηγόριος ο Μέγας, Ομιλίες Περί του Προφήτου Ιεζεκιήλ I, 7, 8).
Η Β΄ Βατικανή Σύνοδος σημειώνει τρεις βασικούς τρόπους με τους οποίους το Πνεύμα καθοδηγεί στη Εκκλησία, και άρα τρεις τρόπους με τους οποίους «ο Λόγος αυξάνει»: μέσα από τον αναστοχασμό και την μελέτη από τους πιστούς, μέσα από τη βαθειά κατανόηση που προέρχεται από πνευματική πείρα, και μέσα από το κήρυγμα "εκείνων οι οποίοι στην αποστολική διαδοχή, έχουν λάβει το σίγουρο χάρισμα της αλήθειας” (Dei Verbum, 8). Σε αυτό το πλαίσιο, μπορούμε πλέον να κατανοήσουμε ορθά την έννοια της “ιδιωτικής αποκάλυψης», η οποία αναφέρεται σε όλα τα οράματα και αποκαλύψεις που έχουν λάβει χώρα από την ολοκλήρωση της Καινής Διαθήκης και μετά. Σε αυτή την κατηγορία πρέπει να κατατάξουμε το μήνυμα της Φάτιμα. Από αυτή την άποψη, ας ακούσουμε για μια ακόμα φορά την Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας: “Σε όλες τις εποχές, έχουν υπάρξει οι λεγόμενες «ιδιωτικές» αποκαλύψεις, μερικές εκ των οποίων έχουν αναγνωριστεί από την αυθεντία της Εκκλησίας... Ρόλος τους δεν είναι να ολοκληρώσουν την οριστική Αποκάλυψη του Χριστού, αλλά να βοηθήσουν να ζήσουμε σύμφωνα με αυτή σε μεγαλύτερο βαθμό σε μια συγκεκριμένη περίοδο της ιστορίας” (No. 67). Αυτό ξεκαθαρίζει δύο πράγματα
1. Η θέση των ιδιωτικών αποκαλύψεων διαφέρει ουσιαστικά από εκείνη της οριστικής δημόσιας Αποκάλυψης: Η τελευταία προϋποθέτει πίστη ; σε αυτή, πράγματι ο Θεός ο Ίδιος μιλά σε μας με ανθρώπινες λέξεις και με τη μεσολάβηση της ζώσας κοινότητας της Εκκλησίας. Η πίστη στον Θεό και τον Λόγο Του διαφέρει από κάθε άλλη ανθρώπινη πίστη, εμπιστοσύνη ή πεποίθηση. Η βεβαιότητα ότι ο Θεός είναι Εκείνος που μιλάει μου δίνει τη σιγουριά ότι είμαι σε επαφή με την ίδια την Αλήθεια. Μου δίνει μια σιγουριά που είναι υπεράνω επαλήθευσης από κάθε ανθρώπινο τρόπο γνώσης. Είναι η σιγουριά που αποτελεί θεμέλιο της ζωής μου και στην οποία αφήνομαι όταν πεθαίνω. 2. Η ιδιωτική αποκάλυψη ενισχύει αυτή την πίστη, και και δείχνει την αξιοπιστία της ακριβώς επειδή με οδηγεί ξανά στην οριστική δημόσια Αποκάλυψη.. Σχετικά με αυτό, ο Καρδινάλιος Πρόσπερο Λαμπερτίνι, μετέπειτα Πάπας Βενέδικτος ΙΔ΄, αναφέρει στην κλασσική πραγματεία του, η οποία αργότερα αποτέλεσε κριτήριο για οσιοποιήσεις και αγιοποιήσεις: “Μία συναίνεση στην Καθολική πίστη δεν οφείλεται στις αποκαλύψεις που εγκρίνονται κατά τον τρόπο αυτό· δεν είναι καν εφικτή. Αυτές οι αποκαλύψεις επιδιώκουν μάλλον τη συναίνεση της ανθρώπινης πίστης σε αρμονία με τις προϋποθέσεις της σύνεσης, η οποία τις θέτει ενώπιόν μας ως πειστικές και αξιόπιστες για την ευλάβεια”.
Ο Φλαμανδός θεολόγος E. Dhanis, επιφανής θεολόγος σε αυτόν τον τομέα, δηλώνει επιγραμματικά ότι η εκκλησιαστική έγκριση μιας ιδιωτικής αποκάλυψης έχει τρία στοιχεία : 1) το μήνυμα δεν περιέχει τίποτα αντίθετο προς την πίστη ή την ηθική·; 2) η δημοσιοποίησή του είναι θεμιτή, , και 3) έχει επιτραπεί στους πιστούς να το αποδέχονται με σύνεση (E. Dhanis, Sguardo su Fatima e bilancio di una discussione, La Civiltà cattolica 104 [1953], II, 392-406, in particular 397). Ένα τέτοιο μήνυμα μπορεί να συμβάλει σημαντικά στην κατανόηση του Ευαγγελίου και στο να ζούμε περισσότερο σύμφωνα με αυτό σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή· επομένως δεν πρέπει να το αγνοούμε. Είναι μια βοήθεια που μας προσφέρεται, αλλά την οποία δεν είναι κανείς υποχρεωμένος να χρησιμοποιήσει. Το κριτήριο για την αλήθεια και την αξία μιας ιδιωτικής αποκάλυψης είναι επομένως ο προσανατολισμός της προς τον Ίδιο τον Χριστό. Όταν μας απομακρύνει από Εκείνον, όταν γίνεται ανεξάρτητη από εκείνον ή ακόμα και παρουσιάζεται ως ένα άλλο και καλύτερο σχέδιο σωτηρίας, σημαντικότερο από το Ευαγγέλιο, τότε σίγουρα δεν προέρχεται από το Άγιο Πνεύμα, το οποίο μας καθοδηγεί για να μας βάλει βαθύτερα στο Ευαγγέλιο και όχι να μας απομακρύνει από αυτό. Αυτό δεν σημαίνει ότι μια ιδιωτική αποκάλυψη δεν θα τονίσει κάποια πράγματα εκ νέου ή ότι δεν θα δημιουργήσει νέες μορφές λατρείας ή δεν θα εμβαθύνει και δεν θα διαδώσει παλαιότερες μορφές. Όμως σε όλο αυτό πρέπει να υπάρχει καλλιέργεια πίστης, ελπίδας και αγάπης, οι οποίες είναι το ο σταθερός δρόμος προς τη σωτηρία για όλους. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ότι οι ιδιωτικές αποκαλύψεις συχνά προέρχονται από τη λαϊκή ευλάβεια και αφήνουν τη σφραγίδα τους σε αυτήν, δίνοντάς της νέα ώθηση και ανοίγοντας το δρόμο για νέες μορφές της. Ούτε αυτό αποκλείει να έχουν επίδραση ακόμα και στη λειτουργία. Όπως βλέπουμε για παράδειγμα στις εορτές του Σώματος του Χριστού και της Ιερής Καρδιάς του Ιησού. Από μια άποψη, η σχέση ανάμεσα στην Αποκάλυψη και τις ιδιωτικές αποκαλύψεις φαίνεται στη σχέση ανάμεσα στη λειτουργία και τη λαϊκή ευλάβεια: η λειτουργία είναι το κριτήριο, η ζωντανή μορφή της Εκκλησίας συνολικά, όπως τρέφεται άμεσα από το Ευαγγέλιο. Η λαϊκή ευλάβεια είναι σημάδι ότι η πίστη απλώνει τις ρίζες της στην καρδιά ενός λαού κατά τέτοιο τρόπο που αγγίζει την καθημερινή ζωή. Η λαϊκή θρησκευτικότητα είναι ο πρώτος και βασικός τρόπος «εμβάπτισης» στην πίστη. Αν και πάντα πρέπει να καθοδηγείται από τη λειτουργία, με τη σειρά της εμπλουτίζει αυτή την πίστη επειδή περιλαμβάνει την καρδιά. Ως εκ τούτου έχουμε προχωρήσει από τις «αρνητικές» διευκρινίσεις, που είναι απαραίτητες στο αρχικό στάδια, προς έναν θετικό ορισμό των ιδιωτικών αποκαλύψεων: Πώς μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σωστά σε σχέση με την Αγία Γραφή; Σε ποια θεολογική κατηγορία ανήκουν; Η παλαιότερη επιστολή του Αγίου Παύλου που σώζεται, ίσως η αρχαιότερη από τα κείμενα της Καινής Διαθήκης, η πρώτη προς Θεσσαλονικείς Επιστολή, μου φαίνεται ότι δείχνει το δρόμο. Ο Απόστολος λέει: “Τη φλόγα του Πνεύματος μυν τη σβήνετε. Μην περιφρονείτε τη μετάδοση θείων αληθειών. Να τα εξετάζετε όμως όλα και να κρατάτε ότι είναι καλό” (5:19-21).
Σε κάθε εποχή, η Εκκλησία έχει λάβει το χάρισμα της προφητείας, το οποίο πρέπει να εξετάζουμε προσεκτικά, αλλά όχι να περιφρονούμε.. Σχετικά με αυτό, πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν ότι προφητεία με τη βιβλική έννοια δεν σημαίνει να προβλέπεις το μέλλον αλλά να εξηγείς τη βούληση του Θεού για το παρόν, κι επομένως να δείχνεις το σωστό δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουμε στο μέλλον. Ένας άνθρωπος που προβλέπει όσα πρόκειται να συμβούν ανταποκρίνεται στην περιέργεια του μυαλού, η οποία θέλει να τραβήξει το πέπλο που κρύβει το μέλλον· ο προφήτης απευθύνεται στην τυφλή βούληση και λογική, και διακηρύσσει το θέλημα του Θεού ως ένδειξη και απαίτηση για την παρούσα χρονική στιγμή. Σε αυτή την περίπτωση, η πρόβλεψη του μέλλοντος είναι δευτερεύουσας σημασίας. Αυτό που έχει σημασία είναι η πραγμάτωση της οριστικής Αποκάλυψης, η οποία με απασχολεί στο πιο βαθύ επίπεδο. Ο προφητικός Λόγος είναι προειδοποίηση ή παρηγοριά, ή και τα δύο μαζί. Με αυτή την έννοια υπάρχει ένας σύνδεσμος ανάμεσα στο χάρισμα της προφητείας και την κατηγορία των «σημείων των καιρών», τα οποία η Β΄ Βατικανή Σύνοδος έφερε εκ νέου στο φως: “Τα χαρακτηριστικά σημάδια της γης και του ουρανού ξέρετε να εξετάζετε, πώς γίνεται λοιπόν και δεν εξετάζετε και τα σημάδια του καιρού τούτο;” (κατά Λουκάν 12:56).
Σε αυτή τη ρήση του Ιησού, τα «σημεία των καιρών» πρέπει να κατανοηθούν ως ο δρόμος που ακολουθούσε, μάλιστα πρέπει να κατανοηθεί ως ο Ίδιος ο Ιησούς. Το να ερμηνεύουμε τα σημεία των καιρών υπό το φως της πίστης σημαίνει ότι αναγνωρίζουμε την παρουσία του Χριστού σε κάθε εποχή. Στις ιδιωτικές αποκαλύψεις που έχει αναγνωρίσει η Εκκλησία – άρα και στη Φάτιμα —αυτό είναι το νόημα: μας βοηθούν να κατανοήσουμε τα σημεία των καιρών και να ανταποκριθούμε σε αυτά σωστά, εντός της πίστης μας. Η ανθρωπολογική δομή των ιδιωτικών αποκαλύψεων
Με τις σκέψεις αυτές έχουμε προσπαθήσει μέχρι στιγμής να προσδιορίσουμε τη θεολογική θέση των ιδιωτικών αποκαλύψεων. Όμως πριν επιχειρήσουμε μια ερμηνεία του μηνύματος της Φάτιμα, πρέπει να προσπαθήσουμε εν συντομία να αποσαφηνίσουμε κάπως την ανθρωπολογική (ψυχολογική) φύση τους. Σε αυτό τον τομέα η θεολογική ανθρωπολογία διακρίνει τρεις μορφές αντίληψης ή «όρασης»: : 1) όραση μέσω των αισθήσεων, και άρα εξωτερική σωματική αντίληψη, 2) εσωτερική αντίληψη και 3) πνευματική όραση (visio sensibilis - imaginativa - intellectualis). Είναι σαφές ότι στα οράματα της Λούρδης, της Φάτιμα και άλλων τόπως δεν πρόκειται για θέμα φυσιολογικής εξωτερικής αντίληψης με τις αισθήσεις: οι εικόνες και οι μορφές που παίρνουν δεν εντοπίζονται στο χώρο, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, με ένα δέντρο ή ένα σπίτι. Αυτό είναι τελείως φανερό, για παράδειγμα, σε ότι αφορά το όραμα της κολάσεως (το οποίο περιγράφεται στο πρώτο μέρος του «μυστικού» της Φατιμά) ή ακόμα και το όραμα που περιγράφεται στο τρίτο μέρος του «μυστικού» Όμως το ίδιο μπορούμε να δείξουμε πολύ εύκολα και καθόσον αφορά άλλα οράματα, ειδικά εφ’ όσον δεν τα είδαν όλοι οι παριστάμενοι, αλλά μόνο οι «ενορατικοί». Είναι επίσης σαφές ότι δεν πρόκειται για θέμα «οράματος» στο νου, χωρίς εικόνες, όπως συμβαίνει στα υψηλότερα επίπεδα μυστικισμού. Επομένως αυτό που έχουμε είναι η μεσαία κατηγορία, η εσωτερική αντίληψη. Για τον ενορατικό, αυτή η αντίληψη σίγουρα έχει τη δύναμη παρουσίας, η οποία για το άτομο αυτό ισοδυναμεί με εξωτερική εκδήλωση στις αισθήσεις. Εσωτερικό όραμα δεν σημαίνει ψευδαίσθηση, κάτι που θα ήταν απλώς και μόνο η έκφραση της υποκειμενικής φαντασίας. Σημαίνει, καλύτερα, ότι αυτό που αγγίζει την ψυχή είναι κάτι αληθινό, έστω κι αν είναι πέρα από τις αισθήσεις. Η ψυχή αποκτά την ικανότητα να βλέπει αυτό που βρίσκεται πέρα από τις αισθήσεις, αυτό που δεν μπορεί να το δει κανείς – να βλέπει μέσα από τις «εσώτερες αισθήσεις». Περιλαμβάνει αληθινά «αντικείμενα», τα οποία αγγίζουν την ψυχή, ακόμα κι αν αυτά τα «αντικείμενα» δεν ανήκουν στον συνήθη κόσμο των αισθήσεων. Ο άνθρωπος αφήνει πίσω του την καθαρά επιφανειακή πραγματικότητα, ενώ τον αγγίζουν βαθύτερες διαστάσεις της πραγματικότητας, οι οποίες γίνονται ορατές σε αυτόν. Ίσως αυτό εξηγεί γιατί τα παιδιά είναι συνήθως εκείνα που λαμβάνουν αυτές τις φανερώσεις: οι ψυχές τους είναι ακόμα σχεδόν απείραχτες, οι ικανότητες εσώτερης αντίληψης δεν έχουν ακόμα μειωθεί. «Από στόμα νηπίων και βρεφών, που ακόμα θηλάζουν, συνέθεσες τέλειο ύμνο», απάντησε ο Ιησούς με μια φράση από τον Ψαλμό 8 (στ. 2) στις επικρίσεις των αρχιερέων και των νομοδιδασκάλων, οι οποίοι είχαν ενοχληθεί από τα «ωσαννά» που φώναζαν τα παιδιά» (Βλ. κατά Ματθαίον 21:16). Το «εσωτερικό όραμα» δεν είναι ψευδαίσθηση, αλλά, όπως είπαμε, ένα αληθινό και έγκυρο μέσο επαλήθευσης. Όμως έχει και τους περιορισμούς του. Ακόμα και στην εξωτερική όραση το υποκειμενικό στοιχείο υπάρχει πάντα. Δεν βλέπουμε το «καθαρό» αντικείμενο, αλλά φτάνει σε μας μέσα από το φίλτρο των αισθήσεών μας, οι οποίες επιτελούν το έργο της μετάφρασης. Αυτό είναι ακόμα πιο εμφανές στην περίπτωση της εσωτερικής όρασης, ειδικά όταν αφορά πραγματικότητες που αυτές καθαυτές υπερβαίνουν τον ορίζοντά μας. Το υποκείμενο, ο ενορατικός, εμπλέκεται ακόμα πιο έντονα. Βλέπει στο βαθμό που μπορεί, με τους τρόπους απεικόνισης και συνείδησης που διαθέτει. Στην περίπτωση της εσωτερικής όρασης, η διαδικασία της μετάφρασης είναι ακόμα πιο εκτεταμένη από εκείνη της εξωτερικής όρασης, διότι το υποκείμενο συμμετέχει κατά τρόπο ουσιαστικό στο σχηματισμό της εικόνας αυτού που εμφανίζεται. Μπορεί να καταλήξει στην εικόνα μόνο εντός των ορίων των ικανοτήτων του και των δυνατοτήτων του. Επομένως, τέτοια οράματα δεν είναι απλώς «φωτογραφίες» του άλλου κόσμου, αλλά επηρεάζονται από τις δυνατότητες και τους περιορισμούς του ενατενίζοντος υποκειμένου.. Αυτό μπορεί να αποδειχθεί σε όλα τα μεγάλα οράματα των αγίων· και φυσικά ισχύει και για τα οράματα των παιδιών στη Φάτιμα. Οι εικόνες που περιγράφουν δεν αποτελούν με κανένα τρόπο απλή έκφραση της φαντασίας τους, αλλά αποτέλεσμα μιας πραγματικής αντίληψης υψηλότερης και εσώτερης προέλευσης. Αλλά ούτε πρέπει να θεωρήσουμε ότι είναι σαν να τραβήχτηκε το πέπλο που έκρυβε τον άλλο κόσμο, με τον ουρανό να εμφανίζεται με την αληθινή ουσία του, όπως ελπίζουμε να τον δούμε μια μέρα στην οριστική μας ένωση με τον Θεό. Οι εικόνες είναι κυρίως, ούτως ειπείν, μια σύνθεση του ερεθίσματος που έρχεται από ψηλά και της ικανότητας λήψης αυτού του ερεθίσματος από τους ενορατικούς, δηλαδή τα παιδιά. Για το λόγο αυτό, η μεταφορική γλώσσα των οραμάτων είναι συμβολική.. Σχετικά με αυτό, ο Καρδινάλιος Σοντάνο δήλωσε: “δεν περιγράφουν φωτογραφικά τις λεπτομέρειες μελλοντικών γεγονότων, αλλά συνθέτουν και συμπιέζουν μέσα σε ένα γενικό πλαίσιο γεγονότων τα οποία εκτείνονται στο χρόνο σε μια απροσδιόριστη αλληλουχία και διάρκεια”. Αυτή η συμπίεση χρόνου και χώρου σε μια ενιαία εικόνα είναι χαρακτηριστική τέτοιων οραμάτων, τα οποία ως επί το πλείστον μπορούν να αποκρυπτογραφηθούν μόνο αναδρομικά. Δεν είναι απαραίτητο να έχει συγκεκριμένη ιστορική έννοια κάθε στοιχείο του οράματος. Αυτό που έχει σημασία είναι το όραμα συνολικά, ενώ οι λεπτομέρειες πρέπει να κατανοηθούν στη βάση των εικόνων συνολικά. Το κεντρικό σημείο της εικόνας φανερώνεται εκεί όπου συμπίπτει με το επίκεντρο της ίδιας της χριστιανικής «προφητείας»: το κέντρο βρίσκεται εκεί όπου το όραμα γίνεται κάλεσμα και οδηγός προς το θέλημα του Θεού. Καρδινάλιος Γιόζεφ Ράτσινγκερ
Γραμματέας της Συνόδου Υπέρ της Πίστεως. ![]()
Άρθρα με το ίδιο Θέμα :
|